δάρσιμο

δάρσιμο
το
ο δαρμός, το ξυλοκόπημα: Το σώμα του ήταν γεμάτο σημάδια από το άγριο δάρσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] …   Dictionary of Greek

  • μαστίγωμα — το 1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο 2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός 3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • δαρμός — ο ξυλοκόπημα, μαστίγωμα, δάρσιμο: Κατά τη διαδήλωση έγινε άγριος δαρμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλούμιασμα — το, ατος 1. η τοποθέτηση ενός πράγματος στο τουλούμι: Τοτουλούμιασμα του τυριού. 2. ξυλοφόρτωμα, δάρσιμο: Απ το τουλούμιασμα μαύρισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτύπημα — το, ατος 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χτυπώ, το βάρεμα, το δάρσιμο: Έφαγε ένα γερό χτύπημα στο κεφάλι. 2. το μέρος που χτυπήθηκε και το σημάδι της πληγής: Έχει ένα μεγάλο χτύπημα στο πόδι. 3. κρότος, χτύπος: Δεν άκουσα το χτύπημα του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”